Η μη σωστή ανάπτυξη του παιδιού μέσα στη μήτρα έχει άμεση επίδραση στο βάρος του. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το έμβρυο γίνεται μεγαλύτερο από το κανονικό ενώ άλλες φορές έχει μικρότερο βάρος από ότι θα έπρεπε. Αυτό έχει σαν συνέπεια A) Προβλήματα στην υπόλοιπη ενδομήτρια ζωή του και Β) Κινδύνους για το ίδιο και την μητέρα του την ώρα του τοκετού.

Ένα μεγαλύτερο έμβρυο μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα δυστοκίας κατά τη διάρκεια της γέννησης του, μια και είναι δυνατό να γεννηθεί το κεφάλι του χωρίς να βγαίνουν οι ώμοι του.(Δυστοκία ώμων). Αυτό έχει σαν συνέπεια σοβαρές κακώσεις στο ίδιο (παραλύσεις από τραυματισμούς νεύρων) και στην έγκυο τραυματισμούς κλειτορίδας, ουροδόχου κύστης, εντέρου κλπ).

Σε περιπτώσεις που η γυναίκα είναι μεγαλόσωμη, είναι λογικό ότι θα γεννήσει μεγαλόσωμο έμβρυο χωρίς πρόβλημα. Επίσης είναι διεθνώς παραδεκτό ότι σε ορισμένες περιπτώσεις παράτασης της εγκυμοσύνης πάνω από 41 εβδομάδες συνεχίζεται και η ανάπτυξη του εμβρύου, πράγμα που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γίνεται. Σήμερα είναι επίσης γνωστό ότι η γέννηση ενός παιδιού πάνω από 4 και 4,5 κιλά είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε Σακχαρώδη Διαβήτη. Είναι μια πάθηση που μπορεί να εμφανιστεί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης χωρίς έντονα συμπτώματα.

Είναι όμως μία επικίνδυνη κατάσταση και έχω αναφερθεί σε αυτήν, αναλυτικά , σε προηγούμενο άρθρο μου. Έχει σημασία για την έγκυο να γνωρίζει ότι πρέπει να ελέγχεται για Διαβήτη όταν:

Α) υπάρχει οικογενειακό ιστορικό Διαβήτη.
Β) Έχει ξαναγεννήσει η ίδια μεγαλόσωμα παιδιά.
Γ) έχει γλυκόζη στα ούρα (Σακχαουρία) και
Δ) έχει χάσει στο παρελθόν ανεξήγητα παιδί στο τέλος της εγκυμοσύνης.

Η Σωστή παρακολούθηση και αντιμετώπιση σ΄αυτές τις καταστάσεις θα μειώσει στο ελάχιστο τους κινδύνους και τις επιπλοκές της πάθησης.

Λιποβαρή Νεογνά Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία ενώ στην Αμερική 1 στα 5 παιδιά που θα γεννηθεί τελειόμηνο, θα ζυγίζει λιγότερο από 2,5 κιλά. Η υπολειπόμενη αυτή ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου (ΙUGR) μπορεί να είναι συμμετρική ή ασύμμετρη. Στη πρώτη περίπτωση που περιλαμβάνει το 20% των περιπτώσεων, το παιδί είναι συμμετρικά μικρότερο του φυσιολογικού για την ηλικία της εγκυμοσύνης. Οφείλεται σε βλάβες που το έχουν επηρεάσει στην αρχή της κύησης (χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ερυθρά κλπ).

Στην δεύτερη περίπτωση το έμβρυο έχει φυσιολογική ανάπτυξη του κεφαλιού του και κατά συνέπεια του εγκεφάλου ενώ το υπόλοιπο σώμα (π.χ. ενδοκοιλιακά όργανα) έχουν μικρότερο από το φυσιολογικό μέγεθος. Οφείλεται σε όλες αυτές τις καταστάσεις που προσβάλλουν το πλακούντα όπως Υπέρταση, προεκλαμψία, Δρεπανοκυτταρική αναιμία και οι οποίες προκαλούν μειωμένη παροχή αίματος και οξυγόνου από τη μητέρα στο παιδί. Τονίζω ιδιαίτερα ότι το «κάπνισμα» προκαλεί τη γέννηση παιδιών με βάρος μικρότερο του φυσιολογικού.

Το έμβρυο προσπαθώντας να εξοικονομήσει το πολύτιμο οξυγόνο, στέλνει το αίμα στον εγκέφαλο του ώστε να αναπτυχθεί φυσιολογικά ενώ το υπόλοιπο σώμα του υποσιτίζεται. Σ΄αυτές τις περιπτώσεις η παραμονή του εμβρύου στη μήτρα, εγκυμονεί κινδύνους που αυξάνουν όσο περισσότερο πλησιάζει το τέλος της κύησης. Το περιβάλλον της μήτρας γίνεται εχθρικό προς το παιδί και ο Μαιευτήρας πρέπει να το αντιληφθεί έγκαιρα ώστε να δράσει ανάλογα.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση όλων αυτών των καταστάσεων στηρίζεται πρώτα στη πρόληψη, μετά στην έγκαιρη αντιμετώπιση των παθήσεων που θα εμφανισθούν στην έγκυο και τέλος στη σωστή παρακολούθηση της «αρμονικής ανάπτυξης» του παιδιού. Η πρόληψη στηρίζεται στη ρύθμιση των παθήσεων που προϋπάρχουν της εγκυμοσύνης(Σακχαρώδης Διαβήτης, Θυρεοειδοπάθειες, Υπέρταση) έτσι ώστε αυτή να μην επιβαρυνθεί.

Σ΄αυτές τις περιπτώσεις ο Μαιευτήρας πρέπει να ζητά τη βοήθεια και άλλων ειδικών(ενδοκρινολόγου, Υπερτασιολόγου κλπ). Η έγκυος πρέπει να ελαχιστοποιήσει το κάπνισμα. Η έγκαιρη διάγνωση λοιμώξεων στο Α΄ τρίμηνο της εγκυμοσύνης(τοξόπλασμα, Λιστερία κλπ) και η θεραπεία τους είναι απαραίτητη. Τέλος η σωστή παρακολούθηση που γίνεται με το υπερηχογράφημα, θα αποκαλύψει εάν το έμβρυο αναπτύσσεται αρμονικά.

Πολλές φορές το αίτιο που προκαλεί την ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη του παιδιού είναι δύσκολο να διαγνωστεί. Απομένει λοιπόν η συνεχής παρακολούθηση της λειτουργίας του πλακούντα, του οργάνου που ενώνει τη μητέρα με το έμβρυο. Οι εξετάσεις που γίνονται σ΄αυτές τις περιπτώσεις είναι η μέτρηση της ροής του αίματος με Doppler στα ομφαλικά και μητριαία αγγεία και το καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας.

Το βιοφυσικό προφίλ του εμβρύου γίνεται με υπερήχους και ελέγχει διάφορες ζωτικής σημασίας παραμέτρους του οργανισμού του. Με αυτούς τους τρόπους ο Μαιευτήρας μπορεί να εκτιμήσει αν το παιδί τρέφεται και αναπτύσσεται φυσιολογικά μέσα στη μήτρα, ώστε να αντέξει το stress ενός φυσιολογικού τοκετού. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι προτιμότερη η απομάκρυνση του με καισαρική τομή πρίν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού.